ὑφηγοῦμαι

ὑφηγοῦμαι
ὑφηγέομαι
go just before
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
ὑφηγέομαι
go just before
pres ind mid 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υφηγούμαι — έομαι, Α [ἡγούμαι] 1. προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο 2. (απλώς) δείχνω τον δρόμο 3. υποδεικνύω σε κάποιον τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι, τόν καθοδηγώ («μὴ ἃ οἱ θεοὶ ὑφήγηνται ἀγαθὰ μάταια ποιήσητε», Ξεν.) 4. διδάσκω κάποιον 5.… …   Dictionary of Greek

  • исповедаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. ὁμολογέω) открыто признаю, объявляю;… …   Словарь церковнославянского языка

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • προϋφηγούμαι — έομαι, Μ προπορεύομαι, δείχνω το δρόμο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑφηγοῦμαι «προπορεύομαι, οδηγώ»] …   Dictionary of Greek

  • υφήγημα — ήματος, τὸ, Α [ὑφηγοῡμαι] οδηγία, καθοδήγηση …   Dictionary of Greek

  • υφήγησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑφηγοῡμαι] 1. οδηγία, καθοδήγηση («περιοικεῑται δὲ πόλεσιν Ἑλληνίσι κατά τὴν ὑφήγησιν τὴν Ἀλεξάνδρου», Πολ.) 2. διδασκαλία 3. ερμηνεία, εξήγηση 4. σύντομη περιγραφή θέματος 5. αφήγηση …   Dictionary of Greek

  • υφηγήτωρ — ορος, ὁ, Μ οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι + κατάλ. τωρ (πρβλ. κτή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • υφηγεμών — και δωρ. τ. ὑφαγεμών, όνος, ὁ, Α [ὑφηγοῡμαι] οδηγός («ἃ... κοινὸν Ἔρωτα νέων θρέψειν ὑφαγεμόνα», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • υφηγεσία — η, Ν το λειτούργημα τού υφηγητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υφηγητήρ — ῆρος, ὁ, Α οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι + κατάλ. τήρ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”